- ελόγου
- μου, σου, του και τής, μας, σας, τους(σε ειδ. περιπτώσεις αντί τής προσ. αντων.) εγώ, εσύ, αυτός / αυτή, εμείς, εσείς, αυτοί / αυτές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελόγου μου — (και του λόγου μου), ελόγου σου (του, της, του, μας, σας, τους), αντί των προσωπικών αντων. εγώ, εσύ, αυτός ( ή, ό), εμείς, εσείς, αυτοί ( ές, ά), η αφεντιά μου, σου, του κτλ.: Ελόγου σου, κυρ δάσκαλε, δε θα πιεις; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλόγου — λογόω introduce imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
κἀλόγου — ἀλόγου , ἄλογος without masc/fem/neut gen sg ἐλόγου , λογόω introduce imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)